- ζεμπίλι
- το-ιού (λ. τουρκ.), ψάθινος σάκος, το δίχτυ για τα ψώνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζεμπίλι — και ζιμπίλι, το σάκος από πλεκτή μαλακή ψάθα με δύο λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zembil] … Dictionary of Greek
ζεμπιλάκι — και ζιμπιλάκι, το (υποκορ. τού ζεμπίλι) μικρός σάκος από πλεκτή μαλακή ψάθα με δύο λαβές … Dictionary of Greek
ζεμπιλιά — και ζιμπιλιά, η [ζεμπίλι] το περιεχόμενο ενός ζεμπιλιού … Dictionary of Greek
ζιμπίλι — το βλ. ζεμπίλι … Dictionary of Greek
κόφινος — ο (Α κόφινος) μεγάλο καλάθι, κοφίνι («οὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ) αρχ. βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με… … Dictionary of Greek
σπυρίδα — η / σπυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Α πλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ β. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ. γ. «κατιεῑ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν… … Dictionary of Greek
σφυρίδα — Κοινό όνομα του τελεόστεου ψαριού σερράνος ο κύνειος (serranus caninus), της οικογένειας των Σερρανιδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μακρουλό και τριγωνικό σώμα με ράχη κυρτή. Ο χρωματισμός της είναι γαλαζόμαυρος στα πάνω τμήματα του σώματος… … Dictionary of Greek